Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

περισσότερο από το

  • 1 άλλος

    η, ο (γεν. άλλου, ης, ου и αλλουνού, αλληνής, αλλουνού) 1.
    1) другой, иной;

    άλλα σκέπτεται κι· άλλα λέγει — думает одно, а говорит другое;

    έγινε άλλος άνθρωπος — он стал другим человеком;

    αυτό είναι άλλο ζήτημα — это другое дело;

    μ· άλλο τρόπο — по-иному, другим способом;

    μ· άλλα λόγια — другими словами;

    σ· άλλο μέρος — в другом месте;

    ούτε το ένα ούτε το άλλο — ни то ни другое;

    2) остальной, прочий οι άλλ — чн остальные, прочие;

    3) такой же, равноценный;

    δεν έχουμε άλλον σαν κι· αδτόν — ему нет равного;

    4) дополнительный;

    ήλθαν άλλοι δυό — пришли ещё двое;

    θέλω και άλλα χρήματα — мне нужны ещё деньги;

    περισσότερο από κάθε άλλη φορά — больше, чем когда бы то ни было;

    5) следующий; ближайший;

    κάθομαι στην άλλη γειτονιά — жить по соседству;

    την άλλη μέρα — на другой (или на следующий) день;

    άλλη φορά — в другой раз; — в следующий раз;

    § ο άλλος κόσμος — а) потусторонний мир; — б) иной мир;

    κάθε άλλο — никоим образом, ничего подобного, ничуть не бывало, нисколько; — напротив;

    Σας

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > άλλος

  • 2 συνηθισμένος

    η, ο
    1) обычный, обыкновенный, привычный;

    περισσότερο από το συνηθισμένο — больше обыкновенного;

    παραβαίνοντας τα συνηθισμένα — против обыкновения;

    στη συνηθισμένη ώρα — в обычное время;

    2) обыденный, заурядный;
    3) привыкший, приученный (к чему-л.о человеке);

    συνηθισμέν στα κρύα — привыкший к холоду;

    § τα συνηθισμένα — всё то же;

    τα συνηθισμένα του — его поведение;

    δε βαριέσαι, συνηθισμένα πράγματα — брось, это дело обычное

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συνηθισμένος

См. также в других словарях:

  • βάρδος — (από το λατινικό bardus, κελτικής προέλευσης). Ποιητής και τραγουδιστής, ο οποίος στους κελτικούς λαούς (Γαλάτες, Ουαλούς και Σκοτσέζους) εξυμνούσε τα κατορθώματα των θεών και των εθνικών ηρώων, συνοδεύοντας το τραγούδι του με μια μικρή άρπα, που …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»